σπερματόφυτα

σπερματόφυτα
Φυτά στα οποία το γονιμοποιημένο ωάριο (σπερμοβλάστης) μετατρέπεται σε σπόρο. Αντιστοιχούν προς τα λεγόμενα φανερόγαμα ή ανθόφυτα (γυμνόσπερμα και αγγειόσπερμα) που αναπαράγονται με σπέρματα, σε αντίθεση με τα σποριόφυτα (θαλλόφυτα, βρυόφυτα, πτεριδόφυτα) στα οποία το όργανο της αγενούς αναπαραγωγής είναι το σπόριο.
* * *
τα, Ν
βοτ. (σύμφωνα με ορισμένα ταξινομικά συστήματα) διαίρεση ή άθροισμα ανώτερων φυτών που παράγουν σπέρματα και στα οποία περιλαμβάνονται τα γυμνόσπερμα και τα αγγειόσπερμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermatophyta (< σπέρμα, -ατος + φυτό). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπερματόφυτα — τα φυτά που πολλαπλασιάζονται με σπέρματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Spermatophyte — Taxobox name = Seed Plants image width = 200px image caption = Welwitschia mirabilis a member of the Gnetophyta fossil range = Devonian? or earlier to recent regnum = Plantae subdivision ranks = Divisions subdivision = *Pinophyta *Cycadophyta… …   Wikipedia

  • ελοβιώδη — τα σπερματόφυτα μονοκοτυλήδονα υδρόβια φυτά τών γλυκών υδάτων …   Dictionary of Greek

  • κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • κορέοψις — (Coreopsis). Γένος μονοετών ή πολυετών ποών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολύκλαδα φυτά, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής· τα άνθη είναι μονήρη ή οργανωμένα σε επάκρια κεφάλια, με οδοντωτά πέταλα και διάφορους… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… …   Dictionary of Greek

  • μακροσπόριο — το βοτ. το μεγαλύτερο από τα δύο είδη αναπαραγωγικών κυττάρων που παράγονται με μείωση σε ορισμένα σπερματόφυτα, αλλ. μεγασπόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrosporium < macro (< μακρ[ο] *) + sporium (< σπόριο)] …   Dictionary of Greek

  • σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • σπόριο — Μικροσκοπικό όργανο, μονοκύτταρο ή όχι, της αγενούς αναπαραγωγής των θαλλόφυτων, βρυόφυτων, πτεριδόφυτων, που γι’ αυτό ονομάζονται από μερικούς και σποριόφυτα, σε αντιδιαστολή προς τα άλλα φυτά τα λεγόμενα σπερματόφυτα, στα οποία η αναπαραγωγή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”