σπερματόφυτα — τα φυτά που πολλαπλασιάζονται με σπέρματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Spermatophyte — Taxobox name = Seed Plants image width = 200px image caption = Welwitschia mirabilis a member of the Gnetophyta fossil range = Devonian? or earlier to recent regnum = Plantae subdivision ranks = Divisions subdivision = *Pinophyta *Cycadophyta… … Wikipedia
ελοβιώδη — τα σπερματόφυτα μονοκοτυλήδονα υδρόβια φυτά τών γλυκών υδάτων … Dictionary of Greek
κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… … Dictionary of Greek
κορέοψις — (Coreopsis). Γένος μονοετών ή πολυετών ποών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολύκλαδα φυτά, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής· τα άνθη είναι μονήρη ή οργανωμένα σε επάκρια κεφάλια, με οδοντωτά πέταλα και διάφορους… … Dictionary of Greek
κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… … Dictionary of Greek
μακροσπόριο — το βοτ. το μεγαλύτερο από τα δύο είδη αναπαραγωγικών κυττάρων που παράγονται με μείωση σε ορισμένα σπερματόφυτα, αλλ. μεγασπόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrosporium < macro (< μακρ[ο] *) + sporium (< σπόριο)] … Dictionary of Greek
σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… … Dictionary of Greek
σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… … Dictionary of Greek
σπόριο — Μικροσκοπικό όργανο, μονοκύτταρο ή όχι, της αγενούς αναπαραγωγής των θαλλόφυτων, βρυόφυτων, πτεριδόφυτων, που γι’ αυτό ονομάζονται από μερικούς και σποριόφυτα, σε αντιδιαστολή προς τα άλλα φυτά τα λεγόμενα σπερματόφυτα, στα οποία η αναπαραγωγή… … Dictionary of Greek